- προσεξορκίζω
- προσεξορκίζωadjure yet againpres subj act 1st sgπροσεξορκίζωadjure yet againpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεξορκίζω — Α 1. εξορκίζω επιπροσθέτως («προσεξορκίζω σε κατὰ γῆν τὸ ὄνομα Ἑκάτης», επιγρ.) … Dictionary of Greek